- αυστραλιακός
- αυστραλιανός, ή , ό[ν] австралийский
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυστραλιακός — και αὐστραλιανός, ή, ό(ν) αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Αυστραλία ή έχει σχέση μ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. αυστραλιακός < Αυστραλία. Η λ. αυστραλιακός μαρτυρείται από το 1859 στον Αναστ. Πολυζωίδη. Ο τ. αυστραλιανός αποτελεί μεταφορά στα… … Dictionary of Greek
αυστραλιανός — ή, ό βλ. αυστραλιακός … Dictionary of Greek
βούθος — (buthus). Γένος σκορπιών της οικογένειας των ανδροκτονιδών. Το στέρνο των σκορπιών αυτών είναι στενό και έχει τριγωνικό σχήμα. Τα τρία μάτια τους βρίσκονται στα πλάγια του κεφαλιού τους ενώ τα σαγόνια τους έχουν πολλές σειρές δοντιών και είναι… … Dictionary of Greek